- λίμπιντο
- λίμπιντο, το και λίμπιντο, ηάκλ. (λ. λατ.), το κίνητρο κάθε ενέργειας του ατόμου που ταυτίζεται με την ερωτική ορμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίμπιντο — Όρος της ψυχανάλυσης, που υποδηλώνει την ερωτική παρόρμηση. Βλ. λ. ψυχανάλυση. * * * το, και η (κατά την ψυχαναλ. θεωρία) η συγκινησιακή ή ψυχική ενέργεια η οποία απορρέει από πρωτογενείς βιολογικές παρορμήσεις, ταυτιζόμενες σχεδόν με το… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
εξωστρέφεια — Όρος της ψυχολογίας που δηλώνει τη συγκεκριμένη κατεύθυνση της ψυχικής ενέργειας (λίμπιντο) σε σχέση προς το αντικείμενο. Κατά την ε., η ψυχική ενέργεια φέρεται πάντοτε προς το αντικείμενο που υπάρχει έξω από τον ψυχικό κόσμο του ατόμου, γεγονός… … Dictionary of Greek
Γιουνγκ, Καρλ Γκούσταφ — (Karl Gustav Jung, Κέσβιλ, Τούργκαου 1875 – Κούσναχτ, Ζυρίχη 1961). Ελβετός ψυχολόγος και ψυχίατρος. Θεωρείται ο σημαντικότερος από τους ψυχαναλυτές που απομακρύνθηκαν από τον Φρόιντ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τον τεράστιο όγκο (περισσότεροι … Dictionary of Greek